FAQs About the word richen

πλουτίζω

to make rich or richer

εμβαθύνω,εμπλουτίζω,εξατμίζω,απόσπασμα,Εντατικοποιώ,ενισχύω,βελτιώνω,οχυρώνω,σκληρύνω,αυξάνω

Αραίωση,νερό (κάτω),κόβω,λεπτός,εξασθενώ,νοθεύω

ribs => πλευρά, ribbons => κορδέλες, ribbon(s) => κορδέλες, ribber => πλευρό, riatas => ριέτια,