Greek Meaning of riddling (out)
αινιγματώδης (έξω)
Other Greek words related to αινιγματώδης (έξω)
- απάντηση
- ντόπινγκ (εκτός)
- καταλαβαίνοντας
- συγχίζοντας (έξω)
- επίλυση
- επίλυση
- ξετύλιγμα
- προπόνηση
- διακαθάριση
- ράγισμα
- αποκρυπτογράφηση
- Σιδέρωμα
- Ίσιωμα (μαλλιών)
- λύνοντας γρίφο
- λειτουργική
- υποθέτοντας
- σπάσιμο
- τελικός
- αποφασίζοντας
- αποκωδικοποίηση
- συμπεραίνοντας
- μαντεύω
- συνάντηση
- εικασίες
- Συμπερασμα
- κρίνοντας
- υποθέτοντας
- συλλογισμός
- κερδοσκοπώντας
- ξεμπέρδεμα
- αποδέσμευση
Nearest Words of riddling (out)
Definitions and Meaning of riddling (out) in English
riddling (out)
No definition found for this word.
FAQs About the word riddling (out)
αινιγματώδης (έξω)
απάντηση,ντόπινγκ (εκτός),καταλαβαίνοντας,συγχίζοντας (έξω),επίλυση,επίλυση,ξετύλιγμα,προπόνηση,διακαθάριση,ράγισμα
No antonyms found.
riddles => γρίφοι, riddled (out) => riddled (out), riddle (out) => Λύση γρίφων, ricocheting => αναπήδηση, ricocheted => Αναπήδησε,