Greek Meaning of working out
προπόνηση
Other Greek words related to προπόνηση
- απάντηση
- ντόπινγκ (εκτός)
- καταλαβαίνοντας
- επίλυση
- επίλυση
- ξετύλιγμα
- διακαθάριση
- ράγισμα
- αποκρυπτογράφηση
- Σιδέρωμα
- συγχίζοντας (έξω)
- αινιγματώδης (έξω)
- Ίσιωμα (μαλλιών)
- λύνοντας γρίφο
- λειτουργική
- υποθέτοντας
- σπάσιμο
- τελικός
- εικασία
- αποφασίζοντας
- αποκωδικοποίηση
- συμπεραίνοντας
- μαντεύω
- συνάντηση
- εικασίες
- Συμπερασμα
- κρίνοντας
- υποθέτοντας
- συλλογισμός
- κερδοσκοπώντας
- ξεμπέρδεμα
- αποδέσμευση
Nearest Words of working out
- working memory => Μνήμη εργασίας
- working man => Εργαζόμενος άντρας
- working group => Ομάδα εργασίας
- working girl => Εργαζόμενη γυναίκα
- working dog => Σκύλος εργασίας
- working day => Εργάσιμη ημέρα
- working class => Εργατική τάξη
- working capital => κεφάλαια κίνησης
- working agreement => Σύμβαση εργασίας
- working => λειτουργική
- working papers => εγγράφου εργασίας
- working party => Επιτροπή εργασίας
- working person => εργαζόμενο άτομο
- working principle => Αρχή λειτουργίας
- working rule => Κανόνας εργασίας
- working-class => Εργατική τάξη
- working-day => εργάσιμη ημέρα
- workingman => εργαζόμενος
- workingmen => εργαζόμενοι
- workings => εργασίας
Definitions and Meaning of working out in English
working out (n)
developing in intricate and painstaking detail
FAQs About the word working out
προπόνηση
developing in intricate and painstaking detail
απάντηση,ντόπινγκ (εκτός),καταλαβαίνοντας,επίλυση,επίλυση,ξετύλιγμα,διακαθάριση,ράγισμα,αποκρυπτογράφηση,Σιδέρωμα
Καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,κατεδάφιση,κατεδάφιση,ισοπέδωση,καταστρεπτικός,καταστροφική,ακύρωση
working memory => Μνήμη εργασίας, working man => Εργαζόμενος άντρας, working group => Ομάδα εργασίας, working girl => Εργαζόμενη γυναίκα, working dog => Σκύλος εργασίας,