FAQs About the word workings

εργασίας

the internal mechanism of a device, a mine or quarry that is being or has been worked

Μηχανική,σχοινιά,Λεπτομέρειες,τυχαία έξοδα,λεπτομέρειες,λεπτομέρειες,ιδιομορφίες,Λεπτομέρειες,Ιδιοτροπίες

No antonyms found.

workingmen => εργαζόμενοι, workingman => εργαζόμενος, working-day => εργάσιμη ημέρα, working-class => Εργατική τάξη, working rule => Κανόνας εργασίας,