Greek Meaning of workmanlike
εργατικός
Other Greek words related to εργατικός
Nearest Words of workmanlike
- workmanly => εργατικός
- workmanship => κατασκευή
- workmaster => εργοδηγός
- workmate => συνάδελφος
- workmen => εργάτες
- workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών
- workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα
- workout suit => Φόρμα γυμναστικής
- workpiece => Τεμάχιο εργασίας
- workplace => Χώρος εργασίας
Definitions and Meaning of workmanlike in English
workmanlike (s)
worthy of a good workman
workmanlike (a.)
Becoming a workman, especially a skillful one; skillful; well performed.
FAQs About the word workmanlike
εργατικός
worthy of a good workmanBecoming a workman, especially a skillful one; skillful; well performed.
καλλιτεχνικός,λεπτός,ειδικός,αριστοτεχνικός,επιδέξιος,λείο,βιρτουόζος,επιδέξιος,επινοητικός,ανδρεία
ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ατέχναστος,αμήχανος,αδέξιος,ακατέργαστος,αναποτελεσματικός,Αγενής,μη επαγγελματίας,ανίκανος
workman => εργάτης, workload => Φόρτος εργασίας, workless => άνεργος, workings => εργασίας, workingmen => εργαζόμενοι,