Greek Meaning of workmate
συνάδελφος
Other Greek words related to συνάδελφος
- Συνάδελφος
- συνάδελφος
- φίλος
- συνεργάτης
- Συνεργός
- συνεργάτης
- Σύμμαχος
- συνεργάτης
- φίλος
- φίλος
- συμμαθητής
- ομοσπονδία
- Συνεργάτης
- σύντροφος
- Συμπατριώτης
- ομότιμος
- Σύντροφος
- Εμπιστευτικός
- φίλος
- ίδιος
- γνώριμος
- συνάδελφος
- μισό
- συγκάτοικος
- φίλος
- φίλος
- συνάδελφος
- υποψήφιος αντιπρόεδρος
- συμπαίκτης
- Συμμετέχων
- ομοσπονδιακός
- συμπατριώτης
- παράσιτο
- γενναιόδωρος
- κοινωνικός
- βδέλλα
- συστράτιωτης
- παράσιτο
- σύντροφος στο παιχνίδι
- σύντροφος στο παιχνίδι
- συγκάτοικος
- συγκάτοικος
- συμμαθητής
- ναυτικός σύντροφος
Nearest Words of workmate
- workmen => εργάτες
- workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών
- workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα
- workout suit => Φόρμα γυμναστικής
- workpiece => Τεμάχιο εργασίας
- workplace => Χώρος εργασίας
- workroom => Εργαστήριο
- works => έργα
- works council => Επιτροπή Επιχειρήσεων
- works program => πρόγραμμα εργασίας
Definitions and Meaning of workmate in English
workmate (n)
a fellow worker
FAQs About the word workmate
συνάδελφος
a fellow worker
Συνάδελφος,συνάδελφος,φίλος,συνεργάτης,Συνεργός,συνεργάτης,Σύμμαχος,συνεργάτης,φίλος,φίλος
No antonyms found.
workmaster => εργοδηγός, workmanship => κατασκευή, workmanly => εργατικός, workmanlike => εργατικός, workman => εργάτης,