FAQs About the word countryman

συμπατριώτης

a man from your own country, a man who lives in the country and has country ways

Πολίτης,Συμπατριώτης,Άνδρας της γης,συμπατριώτισσα,εθνικός,εθνικιστής,πατριώτης,Γηγενής,κάτοικος,θέμα

εξωγήινος,ξένος,Αουτσάιντερ,μετανάστης

countryfolk => χωριάτες, countryfied => χωριάτικος, country-dance => Κάντρι, country-bred => αγροτικός, country store => Χωριάτικο κατάστημα,