Greek Meaning of workroom
Εργαστήριο
Other Greek words related to Εργαστήριο
Nearest Words of workroom
- workplace => Χώρος εργασίας
- workpiece => Τεμάχιο εργασίας
- workout suit => Φόρμα γυμναστικής
- workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα
- workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών
- workmen => εργάτες
- workmate => συνάδελφος
- workmaster => εργοδηγός
- workmanship => κατασκευή
- workmanly => εργατικός
Definitions and Meaning of workroom in English
workroom (n)
room where work is done
workroom (n.)
Any room or apartment used especially for labor.
FAQs About the word workroom
Εργαστήριο
room where work is doneAny room or apartment used especially for labor.
ατελιέ,εργοστάσιο,μύλος,Φυτό,στούντιο,Χώρος εργασίας,έργα,Εργαστήριο,εργοστάσιο,κατάστημα
No antonyms found.
workplace => Χώρος εργασίας, workpiece => Τεμάχιο εργασίας, workout suit => Φόρμα γυμναστικής, workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα, workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών,