Greek Meaning of roommate
συγκάτοικος
Other Greek words related to συγκάτοικος
- συμμαθητής
- Συνάδελφος
- συγκάτοικος
- συνεργάτης
- σύντροφος στο παιχνίδι
- συμμαθητής
- ναυτικός σύντροφος
- συμπαίκτης
- συνάδελφος
- Συνεργός
- συνεργάτης
- Σύμμαχος
- συνεργάτης
- φίλος
- φίλος
- ομοσπονδία
- Συνεργάτης
- σύντροφος
- Συμπατριώτης
- ομότιμος
- Σύντροφος
- Εμπιστευτικός
- φίλος
- ίδιος
- συνάδελφος
- φίλος
- μισό
- φίλος
- συστράτιωτης
- φίλος
- συνάδελφος
- σύντροφος στο παιχνίδι
- υποψήφιος αντιπρόεδρος
- συνάδελφος
- κοινωνικός
- Συμμετέχων
- ομοσπονδιακός
- συμπατριώτης
- γνώριμος
- γενναιόδωρος
- βδέλλα
- παράσιτο
Nearest Words of roommate
Definitions and Meaning of roommate in English
roommate (n)
an associate who shares a room with you
roommate (n.)
One of twe or more occupying the same room or rooms; one who shares the occupancy of a room or rooms; a chum.
FAQs About the word roommate
συγκάτοικος
an associate who shares a room with youOne of twe or more occupying the same room or rooms; one who shares the occupancy of a room or rooms; a chum.
συμμαθητής,Συνάδελφος,συγκάτοικος,συνεργάτης,σύντροφος στο παιχνίδι,συμμαθητής,ναυτικός σύντροφος,συμπαίκτης,συνάδελφος,Συνεργός
Ενοικιαστής,εκμισθωτής,γράμμα,Ιδιοκτήτρια,ιδιοκτήτης γης,οικοδεσπότης,ξενοδόχος,Laird,Γαιοκτήμονας,ιδιοκτήτης παραγκουπόλεων
roomless => δίχως δωμάτια, rooming house => πανσιόν, rooming => δωμάτιο, roominess => ευρυχωρία, roomily => ευρύχωρα,