FAQs About the word laird

Laird

a landownerA lord; a landholder, esp. one who holds land directly of the crown.

Γαιοκτήμονας,Ιδιοκτήτρια,ιδιοκτήτης γης,γράμμα,Ενοικιαστής,εκμισθωτής,ενοικιαστής

μισθωτής,ενοικιαστής,ενοικιαστής,συγκάτοικος

lair => φωλιά, lainere => Λάινερ, lain => ξαπλωμένος, laid-off => απολυμένος, laidly => Άσχημη,