Greek Meaning of roomie

συγκάτοικος

Other Greek words related to συγκάτοικος

Definitions and Meaning of roomie in English

Wordnet

roomie (n)

an associate who shares a room with you

FAQs About the word roomie

συγκάτοικος

an associate who shares a room with you

συμμαθητής,Συνάδελφος,συγκάτοικος,συνεργάτης,σύντροφος στο παιχνίδι,συμμαθητής,ναυτικός σύντροφος,συμπαίκτης,συνάδελφος,Συνεργός

Ενοικιαστής,εκμισθωτής,γράμμα,Ιδιοκτήτρια,ιδιοκτήτης γης,οικοδεσπότης,ξενοδόχος,Laird,Γαιοκτήμονας,ιδιοκτήτης παραγκουπόλεων

roomfuls => δωμάτια γεμάτα, roomful => ένα δωμάτιο γεμάτο, roomette => μικρό δωμάτιο, roomer => συγκάτοικος, roomed => δωμάτιο,