Greek Meaning of workman
εργάτης
Other Greek words related to εργάτης
- Τεχνίτης
- Τεχνίτης
- κατασκευαστής
- τεχνίτης
- τεχνίτης
- τεχνίτης
- Πολυτεχνίτης
- μαστοράκος
- έμπορος
- αρχιτέκτονας
- καλλιτέχνης
- τεχνίτης
- τεχνίτης
- Χειροτέχνιδα
- Χειροτέχνης
- χειροτέχνης
- τεχνίτης
- δημιουργός
- κατασκευαστής
- κύριος
- παραγωγός
- σιδηρουργός
- εργοστάσιο
- εργοστάσιο
- μηχανικός
- μύλος
- λειτουργικός
- Φυτό
- shaper
- κατάστημα
- έργα
- Εργαστήριο
- ράιτ
Nearest Words of workman
- workmanlike => εργατικός
- workmanly => εργατικός
- workmanship => κατασκευή
- workmaster => εργοδηγός
- workmate => συνάδελφος
- workmen => εργάτες
- workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών
- workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα
- workout suit => Φόρμα γυμναστικής
- workpiece => Τεμάχιο εργασίας
Definitions and Meaning of workman in English
workman (n)
an employee who performs manual or industrial labor
workman (n.)
A man employed in labor, whether in tillage or manufactures; a worker.
Hence, especially, a skillful artificer or laborer.
FAQs About the word workman
εργάτης
an employee who performs manual or industrial laborA man employed in labor, whether in tillage or manufactures; a worker., Hence, especially, a skillful artific
Τεχνίτης,Τεχνίτης,κατασκευαστής,τεχνίτης,τεχνίτης,τεχνίτης,Πολυτεχνίτης,μαστοράκος,έμπορος,αρχιτέκτονας
Εργοδότης,Αφεντικό,αρχιφωτίστας,Επόπτης,ανώτερος
workload => Φόρτος εργασίας, workless => άνεργος, workings => εργασίας, workingmen => εργαζόμενοι, workingman => εργαζόμενος,