Greek Meaning of employer

Εργοδότης

Other Greek words related to Εργοδότης

Definitions and Meaning of employer in English

Wordnet

employer (n)

a person or firm that employs workers

Webster

employer (n.)

One who employs another; as, an employer of workmen.

FAQs About the word employer

Εργοδότης

a person or firm that employs workersOne who employs another; as, an employer of workmen.

διαχειριστής,Αφεντικό,σκηνοθέτης,εκτελεστικός,γενικός,κυβερνήτης,διευθυντής,διευθυντής,Υπάλληλος καμπίνας,Επόπτης

No antonyms found.

employee-owned enterprise => Επιχείρηση που ανήκει σε εργαζόμενους, employee-owned business => Επιχείρηση ιδιοκτησίας εργαζομένων, employee turnover => Εναλλαγή υπαλλήλων, employee stock ownership plan => Σχέδιο ιδιοκτησίας μετοχών εργαζομένων, employee savings plan => Σχέδιο αποταμίευσης υπαλλήλων,