Greek Meaning of hierarch
Ιεράρχης
Other Greek words related to Ιεράρχης
- διαχειριστής
- Αφεντικό
- Καπετάνιος
- αρχηγός
- διοικητής
- σκηνοθέτης
- Εργοδότης
- εκτελεστικός
- Εργοδηγός
- γενικός
- κυβερνήτης
- Πρόεδρος χωριού
- πηδαλιούχος
- ψηλότερα
- Αρχηγός (Archigos)
- ηγέτης
- διευθυντής
- κύριος
- επιβλέπων
- ΠΟτεντάτος
- διευθυντής
- Καπετάνιος
- κυρίαρχος
- Υπάλληλος καμπίνας
- επόπτης
- Επόπτης
- αφέντης
- αφεντικό
- βαρόνος
- τσάρος
- κουκλοθέατρο
- επιβλέπουσα
- αρχιφωτίστας
- συμμορία
- κεφάλι
- βασιλιάς
- αρχηγός
- εργοδηγός
- Φεουδάρχης
- Πρόεδρος
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- Χάρακας
- Σημαιοφόρος
- Εργοδηγός
- ανώτερος
- Εργολαβο
- Τσάρος
- αφεντικό
- κυρίαρχος
- πυροβόλο
- μεγαλοπετσώτης
- Τσαρίνα
- μεγιστάνας
- μεγιστάνας
- Κυρίαρχος σκύλος
- Τσαρίνα
- τσάρος
- τσαρίνα
- συνδιοικητής
- Top Gun
Nearest Words of hierarch
- hierarchal => ιεραρχικός
- hierarchic => ιεραρχικός
- hierarchical => ιεραρχικός
- hierarchical classification system => Ιεραρχικό σύστημα ταξινόμησης
- hierarchical data structure => Ιεραρχική δομή δεδομένων
- hierarchical menu => Ιεραρχικό μενού
- hierarchical structure => Ιεραρχική δομή
- hierarchically => ιεραρχικά
- hierarchies => ιεραρχίες
- hierarchism => ιεραρχία
Definitions and Meaning of hierarch in English
hierarch (n)
a person who holds a high position in a hierarchy
a senior clergyman and dignitary
hierarch (n.)
One who has high and controlling authority in sacred things; the chief of a sacred order; as, princely hierarchs.
FAQs About the word hierarch
Ιεράρχης
a person who holds a high position in a hierarchy, a senior clergyman and dignitaryOne who has high and controlling authority in sacred things; the chief of a s
διαχειριστής,Αφεντικό,Καπετάνιος,αρχηγός,διοικητής,σκηνοθέτης,Εργοδότης,εκτελεστικός,Εργοδηγός,γενικός
No antonyms found.
hierapicra => Ιεραπίκρα, hieracium venosum => Hieracium venosum, hieracium praealtum => Βερονίκλη το γιγάντιο, hieracium pilocella => Ιεράκειον το χνοώδες, hieracium aurantiacum => Ιεράκειο το πορτοκαλί,