Greek Meaning of helmsman
πηδαλιούχος
Other Greek words related to πηδαλιούχος
- Αφεντικό
- Καπετάνιος
- αρχηγός
- διοικητής
- σκηνοθέτης
- Εργοδηγός
- ηγέτης
- διευθυντής
- κύριος
- διαχειριστής
- εκτελεστικός
- κυβερνήτης
- κεφάλι
- Πρόεδρος χωριού
- Αρχηγός (Archigos)
- αρχηγός
- κύριος
- επιβλέπων
- Πρόεδρος
- Καπετάνιος
- Υπάλληλος καμπίνας
- επόπτης
- Επόπτης
- αφέντης
- αφεντικό
- αφεντικό
- βαρόνος
- πυροβόλο
- τσάρος
- διευθύντρια
- κυρίαρχος
- Εργοδότης
- κουκλοθέατρο
- αρχιφωτίστας
- γενικός
- Ιεράρχης
- ψηλότερα
- βασιλιάς
- εργοδηγός
- μεγιστάνας
- μεγιστάνας
- Φεουδάρχης
- ΠΟτεντάτος
- πρίγκιπας
- διευθυντής
- Χάρακας
- κυρίαρχος
- Σημαιοφόρος
- Εργοδηγός
- ανώτερος
- Κυρίαρχος σκύλος
- Τσάρος
- συνδιοικητής
- κυρίαρχος
Nearest Words of helmsman
- helmless => άκυβερνητος
- helminthostachys zeylanica => Helminthostachys zeylanica
- helminthostachys => ελμινθοστάχυς
- helminthology => Ελμινθολογία
- helminthologist => Ελμινθολόγος
- helminthological => Ελμινθολογικός
- helminthologic => ελμινθολογικός
- helminthite => ελμινθίαση
- helminthic => ελμινθικός
- helminthiasis => Ελμινθίαση
- helmsmen => πηδαλιούχοι
- helmut heinrich waldemar schmidt => Χέλμουτ Χάινριχ Βαλντεμάρ Σμιτ
- helmut schmidt => Χέλμουτ Σμιτ
- helmwind => Ανέμου του πηδαλίου
- heloderma => Heloderma
- heloderma horridum => Χειλόδερμα το φρικτό
- heloderma suspectum => Heloderma suspectum
- helodermatidae => Heloderma
- heloise => Χελοΐζ
- helot => Είλωτας
Definitions and Meaning of helmsman in English
helmsman (n)
the person who steers a ship
helmsman (n.)
The man at the helm; a steersman.
FAQs About the word helmsman
πηδαλιούχος
the person who steers a shipThe man at the helm; a steersman.
Αφεντικό,Καπετάνιος,αρχηγός,διοικητής,σκηνοθέτης,Εργοδηγός,ηγέτης,διευθυντής,κύριος,διαχειριστής
εξαρτημένος,νέος,δευτερεύων,θέμα,υφιστάμενος,κατώτερος,υφιστάμενος
helmless => άκυβερνητος, helminthostachys zeylanica => Helminthostachys zeylanica, helminthostachys => ελμινθοστάχυς, helminthology => Ελμινθολογία, helminthologist => Ελμινθολόγος,