Greek Meaning of baron
βαρόνος
Other Greek words related to βαρόνος
- βασιλιάς
- μεγιστάνας
- Τυcoon
- Καπετάνιος
- τσάρος
- Λιοντάρι
- κύριος
- μεγιστάνας
- μονάρχης
- Ναπολέων
- πρίγκιπας
- αστέρι
- Τσάρος
- τσάρος
- Μεγάλο τυρί
- πυροβόλο
- Μεγάλο κανόνι
- μεγάλος τροχός
- Μπιγκφουτ
- μεγαλοπετσώτης
- Διασημότητα
- θεότητα
- Ημίθεος
- σχήμα
- θεός
- βαρύς
- Βαριά κατηγορία
- Αρχηγός (Archigos)
- Σημαντικός παράγοντας
- νάβαβος
- ναβάπ
- αξιοσημείωτος
- Πρόσωπο
- προσωπικότητα
- μποχά
- Σούπερ σταρ
- ύψιστος
- VIP
- Μεγάλο αγόρι
- μεγάλος
- Πλούσιος καπιταλιστής
- καχούνα
- Κύριος άνθρωπος
- πού-μπα
Nearest Words of baron
- baron adrian => Βαρόνος Άντριαν
- baron alexander von humboldt => βαρόνος Alexander von Humboldt
- baron clive => Μπάρον Κλάιβ
- baron clive of plassey => Μπάρον Κλάιβ του Πλάσι
- baron de la brede et de montesquieu => Βαρόνος ντε λα Μπρεντ ε ντε Μοντεσκιέ
- baron d'holbach => Βαρόνος Ντ' Ολμπαχ
- baron friedrich heinrich alexander von humboldt => βαρόνος Φρίντριχ Χάινριχ Αλέξανδρος φον Χούμπολτ
- baron friedrich wilhelm ludolf gerhard augustin von steuben => Βαρόνος Φρίντριχ Βίλχελμ Λούντολφ Γκέρχαρντ Άουγκουστίν φον Στόιμπεν
- baron georges cuvier => Βαρώνος Ζορζ Κουβιέ
- baron hermann ludwig ferdinand von helmholtz => Βαρόνος Χέρμαν Λούντβιχ Φερδινάνδος φον Χέλμχολτς
Definitions and Meaning of baron in English
baron (n)
a nobleman (in various countries) of varying rank
a British peer of the lowest rank
a very wealthy or powerful businessman
baron (n.)
A title or degree of nobility; originally, the possessor of a fief, who had feudal tenants under him; in modern times, in France and Germany, a nobleman next in rank below a count; in England, a nobleman of the lowest grade in the House of Lords, being next below a viscount.
A husband; as, baron and feme, husband and wife.
FAQs About the word baron
βαρόνος
a nobleman (in various countries) of varying rank, a British peer of the lowest rank, a very wealthy or powerful businessmanA title or degree of nobility; origi
βασιλιάς,μεγιστάνας,Τυcoon,Καπετάνιος,τσάρος,Λιοντάρι,κύριος,μεγιστάνας,μονάρχης,Ναπολέων
μισή πίντα,ελαφρύ,υφιστάμενος,υφιστάμενος,κατώτερος,κανείς,τίποτα,μηδέν,μικρομέγαλος
barometz => Βαρόμετρο, barometry => Βαρομετρία, barometrograph => βαρομετρογράφος, barometrically => βαρυμετρικά, barometrical => βαρομετρικός,