Greek Meaning of bigfoot

Μπιγκφουτ

Other Greek words related to Μπιγκφουτ

Definitions and Meaning of bigfoot in English

Wordnet

bigfoot (n)

large hairy humanoid creature said to live in wilderness areas of the United States and Canada

FAQs About the word bigfoot

Μπιγκφουτ

large hairy humanoid creature said to live in wilderness areas of the United States and Canada

μεγάλος,βαρύς,Βαριά κατηγορία,Λιοντάρι,βαρόνος,Μεγάλο τυρί,πυροβόλο,παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος,Μεγάλο κανόνι,μεγάλος τροχός

ελαφρύ,κανείς,τίποτα,Γαρίδα,μηδέν,μηδέν,υφιστάμενος,Τσακάλι,τίποτα,κατώτερος

big-eyed scad => Μεγαλομάτικο μακρύ, bigeye scad => Αρματωμός ματιών, bigeye => Μεγάλα μάτια, bigential => Διφυής, bigeneric => διγενές,