Greek Meaning of bigfoot
Μπιγκφουτ
Other Greek words related to Μπιγκφουτ
- μεγάλος
- βαρύς
- Βαριά κατηγορία
- Λιοντάρι
- βαρόνος
- Μεγάλο τυρί
- πυροβόλο
- παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος
- Μεγάλο κανόνι
- μεγάλος τροχός
- μεγαλοπετσώτης
- τσάρος
- Βαρύ πυροβολικό
- Αρχηγός (Archigos)
- βασιλιάς
- Βασιλικός
- αρχηγός
- μεγιστάνας
- παίκτης των μεγάλων πρωταθλημάτων
- νάβαβος
- ναβάπ
- Κουμπί
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- Τυcoon
- τροχός
- Μεγάλο αγόρι
- μεγάλος
- Μεγαλοστέλεχος
- Πλούσιος καπιταλιστής
- Μεγάλο αστέρι
- καχούνα
- σκατά
- άκρες
- πού-μπα
- Μεγάλο κεφάλι
- μεγιστάνας
- μποχά
- Τσάρος
- τσάρος
- VIP
- λάσπη
- παράγοντες
Nearest Words of bigfoot
Definitions and Meaning of bigfoot in English
bigfoot (n)
large hairy humanoid creature said to live in wilderness areas of the United States and Canada
FAQs About the word bigfoot
Μπιγκφουτ
large hairy humanoid creature said to live in wilderness areas of the United States and Canada
μεγάλος,βαρύς,Βαριά κατηγορία,Λιοντάρι,βαρόνος,Μεγάλο τυρί,πυροβόλο,παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος,Μεγάλο κανόνι,μεγάλος τροχός
ελαφρύ,κανείς,τίποτα,Γαρίδα,μηδέν,μηδέν,υφιστάμενος,Τσακάλι,τίποτα,κατώτερος
big-eyed scad => Μεγαλομάτικο μακρύ, bigeye scad => Αρματωμός ματιών, bigeye => Μεγάλα μάτια, bigential => Διφυής, bigeneric => διγενές,