Greek Meaning of biggest
μεγαλύτερος
Other Greek words related to μεγαλύτερος
Nearest Words of biggest
Definitions and Meaning of biggest in English
biggest (a.)
superl. of Big.
FAQs About the word biggest
μεγαλύτερος
superl. of Big.
μεγαλύτερος,τεράστιος,τα περισσότερα,απαράμιλλος,ασυναγώνιστος,ασύγκριτο,ασύγκριτος,απαράμιλλος,απαράμιλλο,τελευταίο
λιγότερο,ελάχιστος,ελάχιστος,ελάχιστο,μικρότερος,ο χαμηλότερος,ο ελάχιστος,λιγότερος,μικρότερος,ελάχιστος
bigger => μεγαλύτερος, biggen => Μπίγκεν, bigg => μεγάλος, bigfoot => Μπιγκφουτ, big-eyed scad => Μεγαλομάτικο μακρύ,