Greek Meaning of minimal
ελάχιστος
Other Greek words related to ελάχιστος
Nearest Words of minimal
- minimal art => Τέχνη μινιμαλισμού
- minimal brain damage => Ελάχιστη εγκεφαλική βλάβη
- minimal brain dysfunction => Ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία
- minimalism => Μινιμαλισμός
- minimalist => μινιμαλιστής
- minimally => ελάχιστα
- minimally invasive coronary bypass surgery => Ελάχιστα επεμβατική στεφανιαία παράκαμψη
- miniment => ελάχιστα
- minimi => Minimi
- minimisation => ελαχιστοποίηση
Definitions and Meaning of minimal in English
minimal (a)
the least possible
minimal (a.)
Of, pertaining to, or having a character of, a minim or minimum; least; smallest; as, a minimal amount or value.
FAQs About the word minimal
ελάχιστος
the least possibleOf, pertaining to, or having a character of, a minim or minimum; least; smallest; as, a minimal amount or value.
ο χαμηλότερος,ελάχιστος,ελάχιστο,μικρός,μικρότερος,λιγότερος,λιγότερο,Χαμηλός,ανήλικος,σεμνός
μεγαλύτερος,γεμάτος,μεγαλύτερος,μεγαλύτερος,μέγιστο,τα περισσότερα,κορυφαίο,Ακρότατο,υψηλότερος,τεράστιος
minima => ελάχιστος, minim => ελάχιστος, minikin => μικρούλι, minifying => σμικρυντικός, minify => Ελαχιστοποίηση,