Greek Meaning of smaller

μικρότερος

Other Greek words related to μικρότερος

Definitions and Meaning of smaller in English

Wordnet

smaller (s)

small or little relative to something else

FAQs About the word smaller

μικρότερος

small or little relative to something else

λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,μικρός,νέος,ανήλικος,υφιστάμενος,συνεργάτης,βοηθητικός,κατώτερος

μεγαλύτερος,ψηλότερος,μεγάλος,περισσότερο,πρωτεύον,πρώτος αριθμός,ηλικιωμένος, -η, -ο,ανώτερος,επιλογή,Εξαιρετικός.

small-eared => μικρόταυτο, small-capitalization => μικρή κεφαλαιοποίηση, small-capitalisation => μικρής κεφαλαιοποίησης, small-arm => Μικρό όπλο, smallage => Σέλινο,