Greek Meaning of smallholding
αγρόκτημα
Other Greek words related to αγρόκτημα
Nearest Words of smallholding
- smallholder => μικροκαλλιεργητές
- small-grained => λεπτόκοκκος
- small-fruited => μικροκαρπία
- small-for-gestational-age infant => Μωρό μικρό για την ηλικία κύησης
- smalleye hammerhead => Σφυροκέφαλος με μικρά μάτια
- smalley => Smalley
- smaller pectoral muscle => Ο μικρός θωρακικός μυς
- smaller => μικρότερος
- small-eared => μικρόταυτο
- small-capitalization => μικρή κεφαλαιοποίηση
- smallish => μικρός
- small-leaved lime => Φλαμούρι με μικρά φύλλα
- small-leaved linden => Φιλύρα μικρόφυλλη
- small-minded => μικρόψυχος
- small-mindedly => μικρόψυχα
- smallmouth => Στενόστομος
- smallmouth bass => Μικρόστομο μπάσο
- smallmouth black bass => Μαύρος μπάσος με μικρό στόμα
- smallmouthed bass => Λούτσος μικρόστομος
- smallmouthed black bass => Μπαλάς μικρόστομος
Definitions and Meaning of smallholding in English
smallholding (n)
a piece of land under 50 acres that is sold or let to someone for cultivation
FAQs About the word smallholding
αγρόκτημα
a piece of land under 50 acres that is sold or let to someone for cultivation
κρόφτ,φάρμα,αγρόκτημα,κήπος,χασιέντα,αγρόκτημα,Αρχοντικό,Οπωρώνας,Φυτεία,αγρόκτημα
No antonyms found.
smallholder => μικροκαλλιεργητές, small-grained => λεπτόκοκκος, small-fruited => μικροκαρπία, small-for-gestational-age infant => Μωρό μικρό για την ηλικία κύησης, smalleye hammerhead => Σφυροκέφαλος με μικρά μάτια,