FAQs About the word steading

αγρόκτημα

a small farm, the service buildings or area of a farm

κρόφτ,αγρόκτημα,κήπος,χασιέντα,αγρόκτημα,Αρχοντικό,Φυτεία,αγρόκτημα,σταθμός,καλλιεργήσιμη γη

No antonyms found.

steadies => σταθεροποιεί, stays (at) => διαμένει σε, staying powers => Αντοχή, staying clear of => να μείνω μακριά από, staying (at) => που μένει στο,