Greek Meaning of steaming up

που αχνίζει

Other Greek words related to που αχνίζει

Definitions and Meaning of steaming up in English

steaming up

to make angry or excited

FAQs About the word steaming up

που αχνίζει

to make angry or excited

θυμωμένος,ενοχλητικό,Εξαγριωτικό,εξοργιστικός,επιλέγοντας,επιδεινούμενος,θυμίαμα,φλεγμονώδης,ερεθιστικός,τρελός

κατευναστικός,ελπιδοφόρος,απολαυστικός,ικανοποιητικός,ευχάριστος,ανακούφιση,κατευναστικός,ηρεμιστικό,καταπραϋντικό,καταπραϋντικός

steamers => Ατμόπλοια, steamed up => θολωμένος, steam up => αχνίζω, steals => κλέβει, stealing (from) => κλοπή (από),