Greek Meaning of madding

τρελός

Other Greek words related to τρελός

Definitions and Meaning of madding in English

Webster

madding (p. pr. & vb. n.)

of Mad

Webster

madding (a.)

Affected with madness; raging; furious.

FAQs About the word madding

τρελός

of Mad, Affected with madness; raging; furious.

θυμωμένος,ενοχλητικό,Εξαγριωτικό,εξοργιστικός,ερεθιστικός,τρελός,επιδεινούμενος,θυμίαμα,φλεγμονώδης,κνίδωση

κατευναστικός,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,απολαυστικός,ικανοποιητικός,ευχάριστος,ανακούφιση,κατευναστικός,ηρεμιστικό,καταπραϋντικό

madderwort => Φουάγκα, madder family => Οικογένεια Rubiaceae, madder => Ριζάρι, maddening => τρελός, maddened => θυμωμένη,