Greek Meaning of ruffling

ανακάτεμα

Other Greek words related to ανακάτεμα

Definitions and Meaning of ruffling in English

Webster

ruffling (p. pr. & vb. n.)

of Ruffle

FAQs About the word ruffling

ανακάτεμα

of Ruffle

επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,αποκτώντας,ερεθιστικός,διώκτης,ενοχλητικός,θυμωμένος,Τρίψιμο,τρώω

ηρεμιστικό,διαβεβαιωτικός,απολαυστικός,ικανοποιητικός,εξευμενιστικός,προθυμος,κατευναστικός,ηρεμιστικό,ευχάριστος,ικανοποιητικό

ruffler => Πτυχωτής, rufflement => τσάκιση, ruffleless => Χωρίς φούσκες, ruffled => ρυτιδωμένος, ruffle up => φουντώνω,