Greek Meaning of getting on one's nerves

Νευριάζω κάποιον

Other Greek words related to Νευριάζω κάποιον

Definitions and Meaning of getting on one's nerves in English

getting on one's nerves

to become extremely annoying to someone

FAQs About the word getting on one's nerves

Νευριάζω κάποιον

to become extremely annoying to someone

ενοχλητικό,ενοχλητικός,αποκτώντας,ερεθιστικός,διώκτης,ενοχλητικός,καιόμενος,πηγαίνοντας στο,χάκινγκ (απενεργοποίηση),βάζω έξω

ηρεμιστικό,ελπιδοφόρος,ικανοποιητικός,προθυμος,κατευναστικός,ηρεμιστικό,ευχάριστος,καθησυχαστικός,ικανοποιητικό,συμβιβαστικός

getting on (to) => επιβιβάζομαι (στο), getting on => παίρνω, getting off (on) => κατεβαίνω (σε), getting off => κατεβαίνω, getting it on => Ξεκινώντας,