Greek Meaning of propitiating

εξευμενιστικός

Other Greek words related to εξευμενιστικός

Definitions and Meaning of propitiating in English

propitiating

to gain or regain the favor or goodwill of

FAQs About the word propitiating

εξευμενιστικός

to gain or regain the favor or goodwill of

ηρεμιστικό,καταπραϋντικό,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,αποπλιστικός,εξευμενιστικός,κατευναστικός,ηρεμιστικό,ευχάριστος

επιδεινούμενος,θυμωμένος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,Τρίψιμο,διασταύρωση,Εξαγριωτικό,εκνευριστικός,Ενοχλητικός,αποκτώντας

propitiates => εξευμενίζει, propitiated => εξευμενίζω, propines => φιλοδώρημα, propine => φιλοδώρημα, prophetesses => προφήτισσας,