Greek Meaning of gentling
Εξημέρωση
Other Greek words related to Εξημέρωση
- ηρεμιστικό
- καταπραϋντικός
- ελπιδοφόρος
- κατευναστικός
- καταπραϋντικό
- πειθώ
- παρηγορητικός
- απολαυστικός
- αποπλιστικός
- εξευμενιστικός
- κατευναστικός
- ηρεμιστικό
- ευχάριστος
- κατευναστικός
- ικανοποιητικό
- ηρεμιστικό
- συμβιβαστικός
- εξευμενιστικός
- Κακομαθαίνω
- πειθώ
- Κακομαθαίνω
- κολακευτικός
- ευχάριστος
- ικανοποιητικός
- χιούμορ
- σσσ
- επιδοθή
- εγκάρδιος
- Υπερβολική επαισία
- Χάιδεμα
- σκλήρυνση
- χορταστικός
- χορταστικό
- κακομαθαίνω
- γλυκαντικό
- καταπραϋντικό
- κολακευτικός
- ενήλικας
- Catering (σε)
- Περιεχόμενο
- αγαπητός (σε)
- Κακομαθαίνω
- Γλυκομίλητος
- επιδεινούμενος
- θυμωμένος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- Τρίψιμο
- διασταύρωση
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- αποκτώντας
- σίτα
- θυμίαμα
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- κνίδωση
- Εξοργιστικό
- πικάν
- προκλητικός
- πίκρα
- εκνευριστικό
- Ανάστατος
- διεγερτικός
- ανακάτεμα
- ενοχλητικός
- ανταγωνιζόμενος
- ενοχλητικός
- καιόμενος
- φλεγμονώδης
- δαχτυλίδια
- βάζω έξω
- αναστάτωση
- δυσάρεστος
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- τριβή
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- προσβλητικός
- διώκτης
- ενοχλητικό
- παρενόχληση
- αναστατωτικός
- ανησυχητικό
- ερεθιστικός
- ενοχλητικός
- ελαφρυντική
- ανησυχητική
- προσβλητικός
- προσβλητικός
- υποτιμητικό
Nearest Words of gentling
Definitions and Meaning of gentling in English
gentling
free from harshness, sternness, or violence, soft, delicate, to make calmer, soft entry 1 sense 1, soothing, not harsh, a person of gentle (see gentle entry 1 sense 4a) birth or status, suited to a person of high social station, kind, amiable, chivalrous, to become gentle, moderate, not stern or rough, tractable, docile, to make (an animal) tame and docile, to raise from the commonalty, of or relating to a gentleman, honorable, distinguished, easily handled, belonging or suitable to a family of high social rank, belonging to a family of high social station, to make gentle or mild, to make gentler, mollify, placate, moderate entry 1 sense 2a, to stroke soothingly
FAQs About the word gentling
Εξημέρωση
free from harshness, sternness, or violence, soft, delicate, to make calmer, soft entry 1 sense 1, soothing, not harsh, a person of gentle (see gentle entry 1 s
ηρεμιστικό,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,κατευναστικός,καταπραϋντικό,πειθώ,παρηγορητικός,απολαυστικός,αποπλιστικός,εξευμενιστικός
επιδεινούμενος,θυμωμένος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,Τρίψιμο,διασταύρωση,Εξαγριωτικό,εκνευριστικός,Ενοχλητικός,αποκτώντας
gentles => ευγενείς, gentlepersons => Κύριος, gentleperson => Τζέντλεμαν, gentlepeople => Κύριοι και κυρίες, gentlemen farmers => Τζέντλεμεν αγρότες,