Greek Meaning of endearing (to)
αγαπητός (σε)
Other Greek words related to αγαπητός (σε)
- ηρεμιστικό
- καταπραϋντικός
- ελπιδοφόρος
- παρηγορητικός
- αποπλιστικός
- ικανοποιητικός
- εγκάρδιος
- εξευμενιστικός
- κατευναστικός
- ηρεμιστικό
- ευχάριστος
- κατευναστικός
- καταπραϋντικό
- ηρεμιστικό
- Catering (σε)
- συμβιβαστικός
- Περιεχόμενο
- εξευμενιστικός
- καταπραϋντικό
- blarneying
- απολαυστικός
- κολακευτικός
- ευχάριστος
- σσσ
- σκλήρυνση
- κατευναστικός
- χορταστικός
- Εξημέρωση
- Κακομαθαίνω
- κολακευτικός
- πειθώ
- πειθώ
- Κακομαθαίνω
- χιούμορ
- επιδοθή
- Υπερβολική επαισία
- Χάιδεμα
- χορταστικό
- ικανοποιητικό
- κολακευτικός
- ενήλικας
- Κακομαθαίνω
- κολακεύω
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- διασταύρωση
- αποκτώντας
- ερεθιστικός
- καιόμενος
- βάζω έξω
- Τρίψιμο
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- σίτα
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- κνίδωση
- διώκτης
- παρενόχληση
- πικάν
- προκλητικός
- πίκρα
- εκνευριστικό
- Ανάστατος
- διεγερτικός
- ανακάτεμα
- αναστατωτικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- ανταγωνιζόμενος
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- προσβλητικός
- αναστάτωση
- θυμωμένος
- δυσάρεστος
- Εξαγριωτικό
- τριβή
- θυμίαμα
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- προσβλητικός
- τρελός
- προσβλητικός
- Εξοργιστικό
- ενοχλητικό
- υποτιμητικό
- δαχτυλίδια
- ενοχλητικός
- ελαφρυντική
- ανησυχητική
Nearest Words of endearing (to)
Definitions and Meaning of endearing (to) in English
endearing (to)
to cause (someone) to be loved or admired by (someone or something)
FAQs About the word endearing (to)
αγαπητός (σε)
to cause (someone) to be loved or admired by (someone or something)
ηρεμιστικό,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,αποπλιστικός,ικανοποιητικός,εγκάρδιος,εξευμενιστικός,κατευναστικός,ηρεμιστικό
επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,διασταύρωση,αποκτώντας,ερεθιστικός,καιόμενος,βάζω έξω,Τρίψιμο,οδυνηρός
endeared (to) => αγαπημένος (προς), endear (to) => Αγαπάω (κάποιον), endamages => καταστρέφει, end users => Τελικοί χρήστες, encysting => εγκύστηση,