Greek Meaning of encumbrances
βαρύνσεις
Other Greek words related to βαρύνσεις
- εμπόδια
- εμπόδια
- Αμηχανία
- εμπόδια
- εμπόδια
- αλυσίδες
- Δεσμά
- φορτία
- τετράγωνα
- βάρη
- Καλογρίδια
- περιορισμοί
- κράμπες
- αποτρεπτικά μέτρα
- αναπηρίες
- εμπόδια
- εμπόδια
- εμπόδια
- αναστολές
- Παρεμβολές
- ας
- χειροπέδες
- δεσμά
- εμπόδια
- δεσμοί
- Μπάρες
- φρένα
- καθυστερήσεις
- δυσκολίες
- Εμπάργκο
- ηνία
- πάγκοι
- σταματά
- Συλλήψεις
- εμπόδια
- bits
- αποκλεισμοί
- μπλοκαρίσματα
- Τοίχοι από τούβλα
- πιάνει
- επιταγές
- κρίμπα
- πεζοδρόμια
- κίνδυνοι
- μειονεκτήματα
- σύρει
- μειονεκτήματα
- Δυσκολίες
- κίνδυνοι
- εμπόδια
- κρατήσεις
- ληστείες
- κίνδυνοι
- περιορισμούς
- τρίβει
- εμπόδια
- πέτρινοι τοίχοι
- Διακοπές
Nearest Words of encumbrances
Definitions and Meaning of encumbrances in English
encumbrances
a legal claim (as a mortgage) against property, a claim (as a lien) against property, something that encumbers, a claim (such as a mortgage) against property, an interest or right (as an easement or a lease) in real property that may diminish the value of the estate but does not prevent the conveyance of the estate
FAQs About the word encumbrances
βαρύνσεις
a legal claim (as a mortgage) against property, a claim (as a lien) against property, something that encumbers, a claim (such as a mortgage) against property, a
εμπόδια,εμπόδια,Αμηχανία,εμπόδια,εμπόδια,αλυσίδες,Δεσμά,φορτία,τετράγωνα,βάρη
πλεονεκτήματα,παροχές,καταλύτες,άκρες,Κίνητρα,Σπιρούνια,διεγερτικά,Ερεθίσματα,το AIDS,βοήθεια
encumbers => επιβαρύνει, enculturating => εγκulturaτισμός, enculturate => Εγκultουρισμός, encrypting => κρυπτογράφηση, encrypted => κρυπτογραφημένος,