Greek Meaning of encumbers
επιβαρύνει
Other Greek words related to επιβαρύνει
- Εντροπιάζει
- εμπόδια
- εμποδίζει
- εμποδίζει
- Εμποδίζει
- καθυστερήσεις
- Δεσμά
- τετράγωνα
- Καλογρίδια
- περιορίζει
- κράμπες
- διαταράσσει
- απογοητεύει
- αναπηρίες
- εμπόδια
- παρεμβαίνει (σε)
- περιορίζει
- δεσμά
- δένει
- δεσμοί
- φρένα
- αλυσίδες
- όρια
- ηνία
- στραγγαλιές
- Γραβάτες
- Συλλήψεις
- εμπόδια
- εμπόδια
- δένει
- αποκλεισμοί
- επιταγές
- πνίγεται
- πεζοδρόμια
- κρατάει πίσω
- κρατάει
- λουριά
- χειροπέδες
- καταπιέζει
- διατηρεί
- πνίγει
- πνίγει
- πνίγει
- Tethers
- ματαιώνει
Nearest Words of encumbers
Definitions and Meaning of encumbers in English
encumbers
to burden with a legal claim (such as a mortgage), to impede or hamper the function or activity of, to burden with a claim (as a mortgage or lien), to make problems for the work or activity of, weigh down, burden, to place an excessive burden on
FAQs About the word encumbers
επιβαρύνει
to burden with a legal claim (such as a mortgage), to impede or hamper the function or activity of, to burden with a claim (as a mortgage or lien), to make prob
Εντροπιάζει,εμπόδια,εμποδίζει,εμποδίζει,Εμποδίζει,καθυστερήσεις,Δεσμά,τετράγωνα,Καλογρίδια,περιορίζει
το AIDS,βοηθά,καθαρίζει,διευκολύνει,βοηθάει,ανοίγει,ενθαρρύνει,απελευθερώνει,ελευθερώνει,χαλαρώνει
enculturating => εγκulturaτισμός, enculturate => Εγκultουρισμός, encrypting => κρυπτογράφηση, encrypted => κρυπτογραφημένος, encrusting => επικαλυπτόμενος,