FAQs About the word encrypting

κρυπτογράφηση

encode sense 1a, encipher

Κρυπτογράφηση,κωδικοποίηση,κρυπτογράφηση,κωδικοποίηση,(ανάμειξη)

σπάσιμο,ράγισμα,αποκρυπτογράφηση,αποκωδικοποίηση,αποκρυπτογράφηση,απόδοση,μετάφραση,Αποκρυπτογράφηση,αποκωδικοποίηση

encrypted => κρυπτογραφημένος, encrusting => επικαλυπτόμενος, encourages => ενθαρρύνει, encouragements => ενθαρρύνσεις, encounters => συναντήσεις,