Greek Meaning of encysting
εγκύστηση
Other Greek words related to εγκύστηση
- θωράκιση
- Συγκάλυψη
- Ενσωμάτωση
- Εγκλωβίζοντας
- περικύκλωση
- Πλαισίωση
- περιβάλλω
- περιβάλλοντας
- περιβάλλον
- οριοθέτηση
- Πυγμαχία (σε)
- περιγράφοντας
- περιοριστικός
- ολοκληρωμένος
- περιπτυσσόμενος
- περιπτυσσόμενος
- η ενδυνάμωση
- Ξιφασκία (σε)
- Καδράρισμα
- επισυνάπτω
- περιοριστικός
- νιαούρισμα (πάνω)
- περιοριστικός
- κουδούνισμα.
- κλουβί
- ντουλάπα
- περιέχοντας
- εγκλωβισμός (πάνω)
- περίφραξη
- εγκλωβισμός
- περιβαλλόμενος
- περικλείω
- περιβαλλόμενος
- Εμπλοκή
- στρίφωμα
- στέγαση
- Περίκλειστος
- συμπεριλαμβανομένων
- φυλάκιση
- Περιτειχισμένος
Nearest Words of encysting
Definitions and Meaning of encysting in English
encysting
to form or become enclosed in a cyst, to enclose in or as if in a cyst, to enclose in a cyst
FAQs About the word encysting
εγκύστηση
to form or become enclosed in a cyst, to enclose in or as if in a cyst, to enclose in a cyst
θωράκιση,Συγκάλυψη,Ενσωμάτωση,Εγκλωβίζοντας,περικύκλωση,Πλαισίωση,περιβάλλω,περιβάλλοντας,περιβάλλον,οριοθέτηση
No antonyms found.
encyclopedically => εγκυκλοπαιδικά, encyclopedias => εγκυκλοπαίδειες, encyclicals => εγκυκλίων, encumbrances => βαρύνσεις, encumbers => επιβαρύνει,