Greek Meaning of cocooning

Συγκάλυψη

Other Greek words related to Συγκάλυψη

Definitions and Meaning of cocooning in English

Wordnet

cocooning (n)

retreating to the seclusion of your home (as for privacy or escape)

FAQs About the word cocooning

Συγκάλυψη

retreating to the seclusion of your home (as for privacy or escape)

περιβαλλόμενος,περικλείω,περιβαλλόμενος,Κάλυμμα,περιτύλιγμα,κόρφος,Περίπτερο,Καμουφλάζ,κουρτίνα,ενσωμάτωση

εκθέτοντας,εκθέτω,απόσυρση,αποψίλωση

cocoonery => κλωβός, cocoon => Κούκουλο, coconut water => Νερό καρύδας, coconut tree => Καρύδα, coconut palm => Καρύδα,