FAQs About the word muffling

σιγκαίνω

of Muffle

σίγαση,αποπνικτικός,μονωτικό,γέμιση,μαλάκωμα,απόσβεση,ελαφρυντικός,ηχομόνωση,δαμάζοντας,απόχρωση (κάτω)

ενίσχυση,εμβάθυνση,ενισχυτικό,Ύψος,αυξανόμενο,ενδυνάμωση,απόσβεσή,ενίσχυση,μεγεθυντικός,αύξηση

muffler => Σιγαστήρας, muffled => πνιγηρός, muffle => πνίγω, muffish => μονότονος, muffing => Μάφιν,