Greek Meaning of mellowing
ελαφρυντικός
Other Greek words related to ελαφρυντικός
Nearest Words of mellowing
Definitions and Meaning of mellowing in English
mellowing (n)
the process of becoming mellow
mellowing (p. pr. & vb. n.)
of Mellow
FAQs About the word mellowing
ελαφρυντικός
the process of becoming mellowof Mellow
ανθοφορία,μαλάκωμα,ανθισμένος, -η, -ο,εξέλιξη,ακμάζων,ωρίμανση,ώριμος,ανάπτυξη,εξέλιξη,επέκταση
παρακμή,παρακμή,σαπισμένο,κλίση,πτώση,μειούμενη,εκφυλισμός,κατάβαση,επιδείνωση,ξεθώριασμα
mellowed => μετριασμένος, mellow out => ηρεμώ, mellow => γλυκός, mellonide => Μελλονίδιο, mellone => πεπόνι,