Greek Meaning of wilting

μαραμένος

Other Greek words related to μαραμένος

Definitions and Meaning of wilting in English

Wordnet

wilting (n)

causing to become limp or drooping

Webster

wilting (imp. & p. p.)

of Wilt

FAQs About the word wilting

μαραμένος

causing to become limp or droopingof Wilt

κρεμάμενος,χαλαρός,κρεμαστός,χαλαρούσε,τεμπέλιασε,μενταγιόν,εξαρτημένος,κρεμαστό,μενταγιόν,κρεμαστός

επιστροφή,ανάρρωση,επούλωση,επισκευή,συγκέντρωση,ανάκαμψη,ανάρρωση,αποκατάσταση,Αποκατάσταση,ανάνηψη

wilted => μαραμένος, wilt disease => Φυτουλίτιδα, wilt => μαραίνεται, wilson's warbler => Μυρμηγκοφάγος Ουίλσον, wilson's thrush => Σπινόγκαλος-Ορφέας,