Greek Meaning of survival
επιβίωση
Other Greek words related to επιβίωση
Nearest Words of survival
- surveyor's level => επίπεδον
- surveyor's instrument => Όργανο επιθεώρησης
- surveyor => επιμετρητής
- surveying instrument => Όργανο επιθεώρησης
- surveying => τοπογραφία.
- survey mile => Μίλι έρευνας
- survey => έρευνα
- surveillance system => σύστημα επιτήρησης
- surveillance of disease => επιτήρηση νόσων
- surveillance => επιτήρηση
Definitions and Meaning of survival in English
survival (n)
a state of surviving; remaining alive
a natural process resulting in the evolution of organisms best adapted to the environment
something that survives
FAQs About the word survival
επιβίωση
a state of surviving; remaining alive, a natural process resulting in the evolution of organisms best adapted to the environment, something that survives
ύπαρξη,επιβίωση,επιβίωση,επιμονή,βιωσιμότητα,Συνέχεια,συνέχεια,Συνέχεια,αντοχή,Διάρκεια
παύση,κοντά,διακοπή,ασυνέχεια,τέλος,τέλος,λήξη,τέλος,διακοπή,λήξη
surveyor's level => επίπεδον, surveyor's instrument => Όργανο επιθεώρησης, surveyor => επιμετρητής, surveying instrument => Όργανο επιθεώρησης, surveying => τοπογραφία.,