Greek Meaning of surveillance

επιτήρηση

Other Greek words related to επιτήρηση

Definitions and Meaning of surveillance in English

Wordnet

surveillance (n)

close observation of a person or group (usually by the police)

FAQs About the word surveillance

επιτήρηση

close observation of a person or group (usually by the police)

έλεγχος,διαχείριση,εποπτεία,αστυνόμευση,κανονισμός,διαχείριση,επίβλεψη,διοίκηση,φροντίδα,χρέωση

No antonyms found.

surveil => εποπτεύω, surtout => ιδιαίτερα, surtitle => Επιγραφή, surtax => επιπρόσθετος φόρος, sursum corda => ἀνῶμεν τὴν καρδίαν,