Greek Meaning of surveillance
επιτήρηση
Other Greek words related to επιτήρηση
- έλεγχος
- διαχείριση
- εποπτεία
- αστυνόμευση
- κανονισμός
- διαχείριση
- επίβλεψη
- διοίκηση
- φροντίδα
- χρέωση
- κατεύθυνση
- κυβέρνηση
- καθοδήγηση
- ηγεσία
- Ηγεσία
- παρακολούθηση
- παρατήρηση
- παρατηρώντας
- εποπτεία
- επιθεώρηση
- υπό την αιγίδα
- στρατηγικό αξίωμα
- επιτροπεία
- χέρι(α)
- τήρηση
- πλοήγηση
- Προστασία
- βασιλεία
- Κανόνας
- τρέξιμο
- βοσκός
- διεύθυνση
- επιτροπεία
- κηδεμονία
Nearest Words of surveillance
- surveillance of disease => επιτήρηση νόσων
- surveillance system => σύστημα επιτήρησης
- survey => έρευνα
- survey mile => Μίλι έρευνας
- surveying => τοπογραφία.
- surveying instrument => Όργανο επιθεώρησης
- surveyor => επιμετρητής
- surveyor's instrument => Όργανο επιθεώρησης
- surveyor's level => επίπεδον
- survival => επιβίωση
Definitions and Meaning of surveillance in English
surveillance (n)
close observation of a person or group (usually by the police)
FAQs About the word surveillance
επιτήρηση
close observation of a person or group (usually by the police)
έλεγχος,διαχείριση,εποπτεία,αστυνόμευση,κανονισμός,διαχείριση,επίβλεψη,διοίκηση,φροντίδα,χρέωση
No antonyms found.
surveil => εποπτεύω, surtout => ιδιαίτερα, surtitle => Επιγραφή, surtax => επιπρόσθετος φόρος, sursum corda => ἀνῶμεν τὴν καρδίαν,