Greek Meaning of generalship
στρατηγικό αξίωμα
Other Greek words related to στρατηγικό αξίωμα
- διοίκηση
- έλεγχος
- κατεύθυνση
- Διακυβέρνηση
- Ηγεσία
- διαχείριση
- κυβέρνηση
- μόλυβδος
- παρακολούθηση
- τήρηση
- παρατήρηση
- αστυνόμευση
- κανονισμός
- τρέξιμο
- διεύθυνση
- διαχείριση
- εποπτεία
- επίβλεψη
- Αιγίδα
- υπό την αιγίδα
- φροντίδα
- χρέωση
- επιτροπεία
- καθοδήγηση
- ηγεσία
- παρατηρώντας
- εποπτεία
- πλοήγηση
- Προστασία
- βασιλεία
- Κανόνας
- βοσκός
- επιθεώρηση
- επιτήρηση
- επιτροπεία
- κηδεμονία
Nearest Words of generalship
- general-purpose bomb => Βόμβα γενικής χρήσης
- general-purpose => γενικού σκοπού
- generalness => Γενικότητα
- generally accepted accounting principles => γενικές αποδεκτές λογιστικές αρχές
- generally => γενικά
- generalizing => γενικεύοντας
- generalizer => γενικευτής
- generalized seizure => Γενικευμένη κρίση
- generalized epilepsy => Γενικευμένη επιληψία
- generalized anxiety disorder => Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή
Definitions and Meaning of generalship in English
generalship (n)
the leadership ability of a military general
the office and authority of a general
generalship (n.)
The office of a general; the exercise of the functions of a general; -- sometimes, with the possessive pronoun, the personality of a general.
Military skill in a general officer or commander.
Fig.: Leadership; management.
FAQs About the word generalship
στρατηγικό αξίωμα
the leadership ability of a military general, the office and authority of a generalThe office of a general; the exercise of the functions of a general; -- somet
διοίκηση,έλεγχος,κατεύθυνση,Διακυβέρνηση,Ηγεσία,διαχείριση,κυβέρνηση,μόλυβδος,παρακολούθηση,τήρηση
No antonyms found.
general-purpose bomb => Βόμβα γενικής χρήσης, general-purpose => γενικού σκοπού, generalness => Γενικότητα, generally accepted accounting principles => γενικές αποδεκτές λογιστικές αρχές, generally => γενικά,