Greek Meaning of generalty
γενικά
Other Greek words related to γενικά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of generalty
- generalship => στρατηγικό αξίωμα
- general-purpose bomb => Βόμβα γενικής χρήσης
- general-purpose => γενικού σκοπού
- generalness => Γενικότητα
- generally accepted accounting principles => γενικές αποδεκτές λογιστικές αρχές
- generally => γενικά
- generalizing => γενικεύοντας
- generalizer => γενικευτής
- generalized seizure => Γενικευμένη κρίση
- generalized epilepsy => Γενικευμένη επιληψία
Definitions and Meaning of generalty in English
generalty (n.)
Generality.
FAQs About the word generalty
γενικά
Generality.
No synonyms found.
No antonyms found.
generalship => στρατηγικό αξίωμα, general-purpose bomb => Βόμβα γενικής χρήσης, general-purpose => γενικού σκοπού, generalness => Γενικότητα, generally accepted accounting principles => γενικές αποδεκτές λογιστικές αρχές,