Greek Meaning of lolling

τεμπέλιασε

Other Greek words related to τεμπέλιασε

Definitions and Meaning of lolling in English

Webster

lolling (p. pr. & vb. n.)

of Loll

FAQs About the word lolling

τεμπέλιασε

of Loll

κρεμάμενος,χαλαρός,μαραμένος,κρεμαστός,χαλαρούσε,κρεμαστό,Αναστολή,εξαρτημένος,μενταγιόν,μενταγιόν

οδήγηση,Επιχείρηση,πηγαίνω,φιλοπονία,βιομηχανία,φιλοδοξία,Κινούμενα σχέδια,(επιμέλεια),προσοχή,Ενέργεια

loller => Λόλερ, lolled => κρεμόταν, lollardy => Λολλάρδοι, lollardism => Λολλαρδισμός, lollard => Λολάρδος,