FAQs About the word soundproofing

ηχομόνωση

designed to prevent sound from entering or leaving, impervious to sound, to insulate so as to obstruct the passage of sound

μονωτικό,σιγκαίνω,γέμιση,αποπνικτικός,απορίας άξιο,απόσβεση,σίγαση,μαλάκωμα,δαμάζοντας,απόχρωση (κάτω)

ενίσχυση,ενίσχυση,εμβάθυνση,ενισχυτικό,αυξανόμενο,αύξηση,ενδυνάμωση,απόσβεσή,Ύψος,μεγεθυντικός

sounding off => ηχηρό, sounding (out) => ηχητικός (έξω), sounded off => ηχήθηκε, sounded (out) => ακουγόταν (έξω), sounded => φαινόταν,