FAQs About the word unmuffling

απόσβεσή

to free from something that muffles

εμβάθυνση,ενισχυτικό,αυξανόμενο,αύξηση,ενδυνάμωση,ενίσχυση,ενίσχυση,Ύψος,μεγεθυντικός

μονωτικό,σιγκαίνω,σίγαση,αποπνικτικός,γέμιση,ηχομόνωση

unmooring => αγκυροβόλιο, unmoored => ξεδέχεται, unmodish => ξεπερασμένος, unmixing => απομάκρυνση ακαθαρσιών, unmix => ξεμπερδεύω,