Greek Meaning of unmasked

ξεσκεπασμένος

Other Greek words related to ξεσκεπασμένος

Definitions and Meaning of unmasked in English

unmasked

to remove one's mask, to remove a mask from, to reveal the true nature of, to strip of a mask or a disguise

FAQs About the word unmasked

ξεσκεπασμένος

to remove one's mask, to remove a mask from, to reveal the true nature of, to strip of a mask or a disguise

Αποκαλύφθηκε,Ανακαλύφθηκε,εκτεθειμένο,αποκάλυψε,είπε,αποκαλυμμένος,ανακοινώθηκε,γυμνή,αποκαλυπτόμενη,κοινός

καμουφλαρισμένο,Κρυμμένος,κρυμμένο,μεταμφιεσμένος,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος,καλυμμένος,συγκαλυμμένο,καλυμμένος (πάνω),αμυδρό

unmasculine => ανέξοδος, unmans => αποανθρωπίζει, unmanning => αποθαρρυντικό, unmaking => κατάργηση, unmacho => ανδροπρεπής,