Greek Meaning of unmanning

αποθαρρυντικό

Other Greek words related to αποθαρρυντικό

Definitions and Meaning of unmanning in English

unmanning

to deprive of manly vigor, fortitude, or spirit, castrate, emasculate, to deprive of vigor or courage

FAQs About the word unmanning

αποθαρρυντικό

to deprive of manly vigor, fortitude, or spirit, castrate, emasculate, to deprive of vigor or courage

ευνουχιστικός,τρομακτικό,φοβερός,παραλυτικός,τρομακτικός,τρομακτικός,εξουθενωτικό,απογοητευτικός,ακύρωση,ανησυχητικό

ενδυναμωτικός,εκνευριστικός,ενδυνάμωση,ενθαρρυντικός,Ενθάρρυνση,ενθαρρυντικός

unmaking => κατάργηση, unmacho => ανδροπρεπής, unlyrical => αντιλυρικός, unloveliness => αισχος, unloosing => απελευθερώνω,