FAQs About the word neutering

Ευνουχισμός

the sterilization of an animal

τροποποίηση,επιδιόρθωση,Ευνουχίζω,Ασέξουαλοποίηση,ευνουχιστικός,Στείρωση,αποστειρωτικό,Γκελντινγκ

No antonyms found.

neutered => ευνουχισμένος, neuter => ουδέτερος, neurula => νευρικό \"σωλήνας\", neurotropism => νευροτροπισμός, neurotropic => νευροτροπικό,