Greek Meaning of neutral-coloured
ουδέτερου χρώματος
Other Greek words related to ουδέτερου χρώματος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of neutral-coloured
- neutral-colored => ουδέτερου χρώματος
- neutral spirits => Ουδέτερα οινοπνευματώδη
- neutral => ουδέτερος
- neutering => Ευνουχισμός
- neutered => ευνουχισμένος
- neuter => ουδέτερος
- neurula => νευρικό \"σωλήνας\"
- neurotropism => νευροτροπισμός
- neurotropic => νευροτροπικό
- neurotrichus gibbsii => Neurotrichus gibbsii
- neutralisation => εξουδετέρωση
- neutralisation reaction => αντίδραση εξουδετέρωσης
- neutralise => εξουδετερώνω
- neutralised => εξουδετερωμένο
- neutralism => ουδετερότητα
- neutralist => ουδέτερος
- neutrality => Ο ουδετερότητα
- neutralization => εξουδετέρωση
- neutralization fire => Φωτιά εξουδετέρωσης
- neutralization reaction => Αντίδραση εξουδετέρωσης
Definitions and Meaning of neutral-coloured in English
neutral-coloured (s)
having a color that does not attract attention
FAQs About the word neutral-coloured
ουδέτερου χρώματος
having a color that does not attract attention
No synonyms found.
No antonyms found.
neutral-colored => ουδέτερου χρώματος, neutral spirits => Ουδέτερα οινοπνευματώδη, neutral => ουδέτερος, neutering => Ευνουχισμός, neutered => ευνουχισμένος,