Greek Meaning of neutralised
εξουδετερωμένο
Other Greek words related to εξουδετερωμένο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of neutralised
- neutralise => εξουδετερώνω
- neutralisation reaction => αντίδραση εξουδετέρωσης
- neutralisation => εξουδετέρωση
- neutral-coloured => ουδέτερου χρώματος
- neutral-colored => ουδέτερου χρώματος
- neutral spirits => Ουδέτερα οινοπνευματώδη
- neutral => ουδέτερος
- neutering => Ευνουχισμός
- neutered => ευνουχισμένος
- neuter => ουδέτερος
- neutralism => ουδετερότητα
- neutralist => ουδέτερος
- neutrality => Ο ουδετερότητα
- neutralization => εξουδετέρωση
- neutralization fire => Φωτιά εξουδετέρωσης
- neutralization reaction => Αντίδραση εξουδετέρωσης
- neutralize => ουδετεροποιώ
- neutralized => εξουδετερωμένο
- neutralizer => ουδετεροποιητής
- neutralizing => εξουδετέρωση
Definitions and Meaning of neutralised in English
neutralised (s)
made neutral in some respect; deprived of distinctive characteristics
FAQs About the word neutralised
εξουδετερωμένο
made neutral in some respect; deprived of distinctive characteristics
No synonyms found.
No antonyms found.
neutralise => εξουδετερώνω, neutralisation reaction => αντίδραση εξουδετέρωσης, neutralisation => εξουδετέρωση, neutral-coloured => ουδέτερου χρώματος, neutral-colored => ουδέτερου χρώματος,