Greek Meaning of enshrouded
τυλιγμένος σε
Other Greek words related to τυλιγμένος σε
- κρυμμένο
- καλυμμένος
- Κρυμμένος
- αμυδρό
- καταπιεσμένη
- διέψευσε
- σκεπασμένος
- αποκλεισμένο
- σβησμένο
- θαμένος
- Κρυμμένος
- κουρτίνα
- μεταμφιεσμένος
- μεταμφιεσμένος
- κρυμμένο
- επισκιασμένος
- προβολής
- καλυμμένος
- συγκαλυμμένο
- καμουφλαρισμένο
- συννεφιασμένος
- σκοτεινός
- εκλειπτικός
- επιχρυσωμένος
- επιχρυσωμένο
- εμπόδισαν
- Αποφραγμένος
- συννεφιασμένος
- σκιασμένος
- πνιγμένος
- βερνικωμένο
- Ασβεστωμένη
- καλυμμένος (πάνω)
- γυάλισε (πάνω από)
- με επικάλυψη χαρτιού
Nearest Words of enshrouded
Definitions and Meaning of enshrouded in English
enshrouded
to cover or enclose with or as if with a shroud
FAQs About the word enshrouded
τυλιγμένος σε
to cover or enclose with or as if with a shroud
κρυμμένο,καλυμμένος,Κρυμμένος,αμυδρό,καταπιεσμένη,διέψευσε,σκεπασμένος,αποκλεισμένο,σβησμένο,θαμένος
γυμνή,Αποκαλύφθηκε,εμφανίζεται,αποκαλυπτόμενη,εκτεθειμένο,αποκάλυψε,έδειξε,αποκαλυμμένος,αποκαλυμμένος,έφερε έξω
enshrines => εμψυχώνει, enshrinement => enshrined, ensheathing => περιβάλλω, ensheathed => θηκάρι, ensheathe => ξεθηκαρώνω,